Η επιβολή προστίμου ύψους 392 εκατομμυρίων ευρώ από την Ευρωπαϊκή Ένωση στην Ελλάδα, λόγω παρατυπιών στη διαχείριση των αγροτικών επιδοτήσεων από τον ΟΠΕΚΕΠΕ, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά πλήγματα για τη χώρα τα τελευταία χρόνια. Η υπόθεση αυτή φέρνει στο προσκήνιο χρόνιες παθογένειες στη διαχείριση των κοινοτικών κονδυλίων – επιδοτήσεων και θέτει σοβαρά ερωτήματα για τη διαφάνεια και τον έλεγχο στη δημόσια διοίκηση.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε την επιβολή του προστίμου μετά από εκτεταμένους ελέγχους που αποκάλυψαν συστημικές αδυναμίες στον τρόπο με τον οποίο ο ΟΠΕΚΕΠΕ διαχειρίστηκε τα ευρωπαϊκά αγροτικά κονδύλια κατά την περίοδο 2016-2023. Οι κυριότερες αιτίες που οδήγησαν στην τιμωρία περιλαμβάνουν:
- Ελλιπείς ή ανεπαρκείς ελέγχους στους δικαιούχους επιδοτήσεων.
- Καθυστερημένη έναρξη διαδικασιών ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.
- Τεχνητή δημιουργία προϋποθέσεων για τη λήψη ενισχύσεων.
- Παραβίαση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας που διέπει τη χρηματοδότηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, όπως ορίζεται στους σχετικούς κανονισμούς της ΕΕ.

Το πρόστιμο του ΟΠΕΚΕΠΕ
Το πρόστιμο των 392 εκατ. ευρώ αποτελεί το μεγαλύτερο που έχει επιβληθεί ποτέ στη χώρα για ανάλογες παραβάσεις, με το μεγαλύτερο μέρος του να αφορά τις χρονιές 2021 και 2022. Η Ελλάδα καταγράφει το υψηλότερο ποσό αποκλειόμενων δαπανών μεταξύ όλων των κρατών-μελών της ΕΕ, ξεπερνώντας κατά πολύ άλλες χώρες που βρέθηκαν στο στόχαστρο ελέγχων.
Η πληρωμή του προστίμου ενδεχομένως να γίνει από τον κρατικό προϋπολογισμό, επιβαρύνοντας τελικά όλους τους Έλληνες φορολογούμενους, καθώς δεν υπάρχουν συγκεκριμένα πρόσωπα που να έχουν εντοπιστεί ως υπεύθυνα για τις παρατυπίες. Η επιλογή αυτή έγινε για να αποφευχθεί η οριζόντια περικοπή των αγροτικών ενισχύσεων, που θα είχε σημαντικό πολιτικό και κοινωνικό κόστος.
Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ αποτελεί ηχηρή υπενθύμιση ότι η διαφάνεια, η λογοδοσία και οι αυστηροί έλεγχοι είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ορθή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων. Η Ελλάδα καλείται πλέον να προχωρήσει σε βαθιές τομές στη λειτουργία των αρμόδιων οργανισμών, ώστε να αποκατασταθεί η αξιοπιστία της χώρας έναντι των ευρωπαίων εταίρων και να διασφαλιστεί ότι παρόμοια φαινόμενα δεν θα επαναληφθούν στο μέλλον.