Η ελληνική γεωργία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, καθώς οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν τις στρατηγικές οικονομικής ενίσχυσης για φιλοπεριβαλλοντικές πρακτικές. Η νέα προσέγγιση στοχεύει στην προώθηση μεθόδων που είναι όχι μόνο αποτελεσματικές στην προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και εύκολα ελέγξιμες μέσω παραστατικών.
Στο επίκεντρο αυτής της νέας στρατηγικής βρίσκονται μέθοδοι όπως η χρήση ωφέλιμων εντόμων και νηματωδών, η τεχνική της παρεμπόδισης σύζευξης (γνωστή και ως “κομφούζιο”), η εφαρμογή κομπόστ και η χρήση δακοπαγίδων. Αυτές οι πρακτικές έχουν το πλεονέκτημα ότι η εφαρμογή τους μπορεί να επαληθευτεί εύκολα μέσω των παραστατικών που υποβάλλουν οι παραγωγοί.
Η βιολογική καταπολέμηση των εχθρών των καλλιεργειών, ιδιαίτερα στα θερμοκήπια, αναδεικνύεται ως η πιο ορθολογική μέθοδος. Η χρήση ωφέλιμων εντόμων και νηματωδών έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική στον έλεγχο παρασίτων όπως οι θρίπες, μειώνοντας σημαντικά την ανάγκη για χημικά φυτοφάρμακα.
Η τεχνική της παρεμπόδισης σύζευξης, γνωστή ως “κομφούζιο”, έχει εφαρμοστεί με επιτυχία σε αμπελώνες. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιεί ειδικούς διανεμητές για να διαταράξει την αναπαραγωγική διαδικασία των επιβλαβών εντόμων, προσφέροντας μια φιλική προς το περιβάλλον λύση για την προστασία των καλλιεργειών.
Οικονομικές Προκλήσεις και Προοπτικές
Παρά τη σημασία αυτών των πρακτικών, η οικονομική τους ενίσχυση αντιμετωπίζει προκλήσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η συνολική αιτούμενη δαπάνη για δράσεις που συνδέονται με παραστατικά έφτασε τα 163 εκατομμύρια ευρώ, αλλά τελικά εγκρίθηκαν μόνο 105 εκατομμύρια, σημειώνοντας μείωση 35%. Αυτή η διαφορά υπογραμμίζει την ανάγκη για πιο αποτελεσματική κατανομή των πόρων και καλύτερο σχεδιασμό των προγραμμάτων ενίσχυσης.
Η νέα προσέγγιση στοχεύει στην ενίσχυση πρακτικών που όχι μόνο προστατεύουν το περιβάλλον αλλά και προσφέρουν διαφάνεια και ευκολία στον έλεγχο. Αυτό αναμένεται να οδηγήσει σε πιο αποτελεσματική χρήση των διαθέσιμων πόρων και να ενθαρρύνει περισσότερους αγρότες να υιοθετήσουν φιλοπεριβαλλοντικές πρακτικές.
Η στροφή προς αυτές τις μεθόδους δεν είναι μόνο μια περιβαλλοντική επιλογή, αλλά και μια οικονομική αναγκαιότητα. Η μείωση της εξάρτησης από χημικά φυτοφάρμακα μπορεί να οδηγήσει σε πιο βιώσιμες και ανθεκτικές καλλιέργειες, ενώ παράλληλα ανοίγει νέες αγορές για προϊόντα υψηλότερης ποιότητας.
Καθώς η γεωργία εξελίσσεται, η υιοθέτηση τέτοιων καινοτόμων πρακτικών θα είναι καθοριστική για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του κλάδου. Η επιτυχία αυτής της νέας προσέγγισης θα εξαρτηθεί από τη συνεργασία μεταξύ αγροτών, επιστημόνων και πολιτικών φορέων, με στόχο την ανάπτυξη ενός πιο ανθεκτικού και φιλικού προς το περιβάλλον γεωργικού τομέα.