Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων ανακοίνωσε ένα καινοτόμο πρόγραμμα στήριξης για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη του θερμοκηπιακού τομέα στην Ελλάδα. Το Μέτρο Π3-73-2.9, με τίτλο “Επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό και την κατασκευή θερμοκηπίων και προσπελάσιμων στεγάστρων φυτικής παραγωγής”, αποτελεί μια σημαντική πρωτοβουλία στο πλαίσιο του Στρατηγικού Σχεδίου της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) 2023-20276.
Το πρόγραμμα, με συνολικό προϋπολογισμό 150 εκατομμύρια ευρώ, στοχεύει στην ενίσχυση των αγροτών και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των θερμοκηπίων. Οι επιλέξιμες δαπάνες κυμαίνονται από 30.000 έως 1 εκατομμύριο ευρώ, παρέχοντας ένα ευρύ φάσμα επενδυτικών δυνατοτήτων. Το ποσοστό επιδότησης φτάνει έως και το 70% της συνολικής επένδυσης, γεγονός που καθιστά το πρόγραμμα ιδιαίτερα ελκυστικό για τους δυνητικούς επενδυτές.
Μια σημαντική καινοτομία του προγράμματος είναι η δυνατότητα ενίσχυσης για την αγορά γεωργικών μηχανημάτων, συμπεριλαμβανομένων τρακτέρ και παρελκόμενων. Αυτό επιτρέπει στους αγρότες να εκσυγχρονίσουν όχι μόνο τις θερμοκηπιακές τους εγκαταστάσεις, αλλά και τον εξοπλισμό τους, βελτιώνοντας έτσι τη συνολική παραγωγικότητα και αποδοτικότητα των εκμεταλλεύσεών τους.
Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστας Τσιάρας, τόνισε τη σημασία αυτής της πρωτοβουλίας, δηλώνοντας ότι “επενδύουμε στα θερμοκήπια, δημιουργώντας ευκαιρίες και νέες θέσεις εργασίας”. Το πρόγραμμα αποσκοπεί στον εκσυγχρονισμό της καλλιέργειας κηπευτικών, με παράλληλη βελτίωση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων και αύξηση της ανταγωνιστικότητας του αγροτικού τομέα.
Η έναρξη της διαδικασίας για το πρόγραμμα
Η προδημοσίευση της παρέμβασης έχει ήδη υπογραφεί, σηματοδοτώντας την έναρξη της διαδικασίας. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, η επίσημη προκήρυξη του προγράμματος αναμένεται στις αρχές του 2025, βάσει της δεύτερης τροποποίησης του στρατηγικού σχεδίου της ΚΑΠ.
Το Μέτρο Π3-73-2.9 αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα στην Ελλάδα. Στοχεύει στην αύξηση της παραγωγικότητας, τη βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων, και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των Ελλήνων αγροτών στην εγχώρια και διεθνή αγορά.