Η καλλιέργεια κριθαριού αποτελεί μια σημαντική καλλιέργεια για την ελληνική γεωργία, με αξιοσημείωτες εξελίξεις το 2024. Το κριθάρι ήταν ένα από τα πρώτα δημητριακά που καλλιεργήθηκαν από τον άνθρωπο και χαρακτηρίζεται από μεγάλη προσαρμοστικότητα, καλλιεργούμενο σε περιοχές όπου άλλα σιτηρά δεν ευδοκιμούν λόγω υψομέτρου, ξηρασίας ή αλκαλικότητας του εδάφους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η καλλιεργούμενη έκταση κριθαριού στην Ελλάδα για το 2024 ανέρχεται σε 98,73 χιλιάδες εκτάρια, έτσι καταλαμβάνει την 3η θέση σε έκταση μετά το σκληρό και το μαλακό σιτάρι. Αυτό αντιπροσωπεύει μια μικρή μείωση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, καθώς το 2014 η έκταση έφτανε τα 182,49 χιλιάδες εκτάρια.
Η συνολική παραγωγή κριθαριού στην Ελλάδα για το 2024 εκτιμάται ότι θα φτάσει περίπου τους 1,67 εκατομμύρια τόνους, σημειώνοντας πτώση από τους 2,4 εκατομμύρια τόνους το 2023.
Οι παραγωγοί κριθαριού στην Ελλάδα μπορούν να επωφεληθούν από διάφορες επιδοτήσεις και ενισχύσεις:
- Βασική ενίσχυση: Περίπου 23 ευρώ ανά στρέμμα
- Οικολογικά σχήματα: Έως 26 ευρώ ανά στρέμμα
- Συνδεδεμένη ενίσχυση: 8,5 – 11,5 ευρώ ανά στρέμμα
Η παραγωγή του κριθαριού διαφέρει ανά περιοχή και εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν. Η μέση στρεμματική απόδοση έχει αυξηθεί, υπό συνθήκες, από 300 σε 500 κιλά ανά στρέμμα τα τελευταία χρόνια και η ετήσια παραγωγή κριθαριού στην Ελλάδα είναι περίπου 300 χιλ. τόνοι.
Οι προκλήσεις στη καλλιέργεια κριθαριού
Παρά τη μείωση της καλλιεργούμενης έκτασης, το κριθάρι παραμένει μια σημαντική καλλιέργεια για την Ελλάδα. Για παράδειγμα, η Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης συνεργάζεται με περισσότερους από 500 παραγωγούς, καλλιεργώντας περίπου 27.500 στρέμματα.
Οι προκλήσεις περιλαμβάνουν τις καιρικές συνθήκες, με πιθανές επιπτώσεις λόγω ξηρασίας σε ορισμένες περιοχές της χώρας. Ωστόσο, η εφαρμογή σύγχρονων καλλιεργητικών τεχνικών και η χρήση πιστοποιημένων σπόρων έχουν οδηγήσει σε αύξηση της μέσης στρεμματικής απόδοσης από 300 σε 500 κιλά ανά στρέμμα τα τελευταία χρόνια.
Συμπερασματικά, η καλλιέργεια κριθαριού στην Ελλάδα το 2024 παρουσιάζει ευκαιρίες για τους παραγωγούς, με σημαντικές επιδοτήσεις και συμβόλαια με ομίλους ζυθοποιίας, ως επί το πλείστον, που εξασφαλίζουν σταθερές τιμές.